αδιαφιλονίκητος — η, ο επίρρ. α αδιαμφισβήτητος: Την πρώτη χρονιά του πελοποννησιακού πολέμου ο Περικλής ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αδήριτος — ἀδήρητος, ον (Α) [δηρίομαι] 1. ο δίχως μάχη ή αγώνα 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος 3. ακαταμάχητος, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
αδιάμαχος — η, ο [διαμάχη] 1. (για τόπο ή χώρα) αυτός από τον οποίο δεν πέρασε μαχόμενος στρατός, ο ουδέτερος 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος … Dictionary of Greek
αδιαμφισβήτητος — η, ο [διαμφισβητώ] 1. αυτός που δεν διαμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος 2. αδιεκδίκητος … Dictionary of Greek
αδιεκδίκητος — η, ο [διεκδικώ] 1. αυτός που δεν διεκδικήθηκε ή δεν διεκδικείται 2. αυτός που δεν μπορεί να διεκδικηθεί από κανένα, αδιαμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος … Dictionary of Greek
αζήτητος — η, ο (Α ἀζήτητος, ον) νεοελλ. 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν τόν ζητούν, που δεν έχει μεγάλη κατανάλωση, ο απούλητος 2. αυτός που εγκαταλείφθηκε κάπου και κανείς δεν τόν ζήτησε 3. αδιεκδίκητος, αδιαφιλονίκητος αρχ. ανεξέταστος, ανερεύνητος.… … Dictionary of Greek
αναμίλλητος — ἀναμίλλητος, ον (ΑΜ) [ἁμιλλῶμαι] αδιαφιλονίκητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
αναμφίλεκτος — η, ο (Α ἀναμφίλεκτος, ον) [ἀμφίλεκτος] αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος … Dictionary of Greek
αναμφισβήτητος — η, ο (Α ἀναμφισβήτητος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν φιλονικεί, δεν λογομαχεί 2. «ἀναμφισβήτητος χώρα», θέση ορισμένη, γνωστή … Dictionary of Greek